- τυχηρώς
- Αεπίρρ. βλ. τυχηρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τυχηρῶς — τυχηρός lucky adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυχηρός — ή, ό / τυχηρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τυχερός, Ν 1. αυτός που έχει καλή τύχη (α. «στάθηκε τυχερός στη ζωή του» β. «τυχηρὸν ὄντ άνευ δίκας παλιντυχεῑ τριβᾷ βίου τιθεῑσ ἀμαυρόν», Αισχύλ.) 2. αυτός που γίνεται κατά τύχη, τυχαίος νεοελλ. 1. αυτός που… … Dictionary of Greek
ԲԱՐԵԲԱԽՏԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 444 Chronological Sequence: 7c մ. εὑτυχῶς feliciter, prospere, τυχηρῶς forte Իբրեւ բարեբախտ. յաջողութեամբ. աջողակի. ըստ բախտի. ... *Ոչ գործէր (ինչ) բարեբախտաբար (ʼի պատերազմի). Սոկր … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)